εμβολιοθεραπευτική

εμβολιοθεραπευτική
η
κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τα εμβόλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμβολιοθεραπευτική — η (ιατρ.), μέθοδος θεραπείας ή προφύλαξης από τις λοιμώδεις αρρώστιες με εισαγωγή στον οργανισμό παρασκευάσματος από μικρόβια ή ιούς, η μικροβιοθεραπευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροβιοθεραπευτική — η ιατρ. εμβολιοθεραπευτική …   Dictionary of Greek

  • εμβολιοθεραπεία — η η εμβολιοθεραπευτική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”